χωλός

χωλός
bancal

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • χωλός — lame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλός — ή, ό / χωλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός 2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια 3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλός ζωολ. γένος… …   Dictionary of Greek

  • χωλός — ή, ό αυτός που στερείται το ένα ή και τα δύο πόδια, ο κουτσός, ο κουτσοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωλά — χωλός lame neut nom/voc/acc pl χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc/acc dual χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλόν — χωλός lame masc acc sg χωλός lame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλαί — χωλός lame fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλούς — χωλός lame masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλέ — χωλός lame masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλή — χωλός lame fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλήν — χωλός lame fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλῶς — χωλός lame adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”